ἀμφέρχομαι

ἀμφέρχομαι
ἀμφέρχομαι,
A surround, Hom. only [tense] aor. 2, c. acc.,

με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122

;

με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή 12.369

.
II intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν ([tense] pf. inf.)

ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI4999

([place name] Gortyn).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφήλυθε — ἀμφέρχομαι surround aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφήλυθεν — ἀμφέρχομαι surround aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”